- ἀποφυγήν
- ἀποφυγήescapefem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъбѣжаньѥ — ОТЪБѢЖАНЬ|Ѥ (4*), ˫А с. Действие по гл. отъбѣжати в 3 знач.: елико же неч(с)тыи… д҃хъ ѿ д҃шь ѿгнавше. и сво˫а д҃ша ѹвѣдѣнье(м) очи(с)тивше… не праздно ни без дѣла оставиша… но на ѿбѣжанье золии. [так!] бл҃говольство творѧ(т). ГБ к. XIV, 18г;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
отъбѣжениѥ — ОТЪБѢЖЕНИ|Ѥ (6*), ˫А с. 1.Бегство, уход: покорениѥ наше и ѿ мира ѿбѣжениѥ. (ἡ… ἀποφυγή) ФСт XIV/XV, 34б; идѣже всѣмъ ѥсть веселноѥ жилище. идѣже… гла(с) праздьнующихъ. приимающихъ обѣщана˫а… хвалимаго ра(д) и бл҃жнаго хожени˫а. ѿбѣжень˫а ради… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αντιβόλι — το (Μ ἀντιβόλιν) χνάρι, υπόδειγμα, σχέδιο σε χαρτί, δέρμα, ξύλο κ.λπ. για να κοπούν επάνω του μέρη ενδυμάτων, επίπλων κ.λπ. νεοελλ. 1. κακό παράδειγμα, παράδειγμα προς αποφυγήν 2. περίγε λως, ανόητος άνθρωπος … Dictionary of Greek
διαπρύσιος — α, ο (AM διαπρύσιος, α, ον) αυτός που υπερασπίζεται ζωηρά κάτι, ένθερμος υποστηρικτής («διαπρύσιος κήρυξ») αρχ. 1. διαπεραστικός, οξύς 2. αυτός που έχει διαπεραστική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία σύνθετη λ. η οποία στο β συνθετικό παρουσιάζει μορφολογική … Dictionary of Greek
ηλεκτρόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα ηρεμίας m0 = 9,109 · 10 28 γραμμάρια, ίση προς 1/1.840 της μάζας του πρωτονίου, και του οποίου το φορτίο ισούται με 1,6 · 10 19 κουλόμπ. Αυτό το φορτίο μπορεί να είναι αρνητικό ή θετικό. Η ονομασία η. αναφέρεται συχνά… … Dictionary of Greek
ιόνιος — ο (ΑΜ ιόνιος, ία, ον) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Ιόνιο πέλαγος ή στα Ιόνια νησιά, επτανησιακός («Ιόνιος Ακαδημία») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιόνιος, η ιόνιος ο κάτοικος τών Ιόνιων νησιών ή αυτός που κατάγεται από τα Ιόνια… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
νεκυηπόλος — νεκυηπόλος, ον (Α) αυτός που συναναστρέφεται με τους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + πόλος (< πέλω / πέλομαι «κατευθύνομαι»), πρβλ. θαλαμη πόλος. Το η τού τ. προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχέων] … Dictionary of Greek
παραλογία — η, ΝΜΑ, παραλογιά Ν [παράλογος] νεοελλ. παραλογητό, ανοησία μσν. αρχ. γραμμ. ψευδής, εσφαλμένος σχηματισμός («ἐπενοήθη συναίρεσις πρὸς ἀποφυγὴν παραλογίας», Ευστ.) αρχ. φρ. «μετὰ παραλογίας» παράλογα, ανόητα … Dictionary of Greek
προτέρωθεν — ΜΑ, και προτέρωθε Α επίρρ. εκ τών προτέρων, από πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότερος + επιρρμ. κατάλ. θεν / θε* (πρβλ. ἑτέρω θεν). Το ω τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους, προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών] … Dictionary of Greek